υδρωπιώ

υδρωπιώ
(α) αμετ. см. υδρωπικιάζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "υδρωπιώ" в других словарях:

  • υδρωπιώ — ὑδρωπιῶ, άω, ΝΑ πάσχω από υδρωπικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδρωψ, ωπος + κατάλ. ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ἰλιγγ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • υδρωπάζω — Ν [ύδρωπας] πάσχω από υδρωπικία, υδρωπιώ …   Dictionary of Greek

  • υδρωπίαση — η / ὑδρωπίασις, άσεως, ΝΑ, και ὑδρώπισις Α [ὑδρωπιῶ] ο ύδρωπας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»